- Σέρπα
- Ύφαλος που βρίσκεται κοντά στο ακρότατο βόρειο σημείο της Κέρκυρας. Κατά τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γάλλοι είχαν αποκλείσει το βόρειο τμήμα της Κερκυραϊκής θάλασσας τοποθετώντας υποβρύχιο φράγμα (δίκτυο) που έφτανε από τον ύφαλο Σέρπα μέχρι την Ήπειρο παρεμποδίζοντας με τον τρόπο αυτό τη διέλευση των πλοίων.
* * *οι, Νεθνολ. ορεινός λαός τού Νεπάλ και τής πολιτείας Σικίμ τής Ινδίας, που έχουν αποκτήσει παγκόσμια φήμη ως αχθοφόροι και οδηγοί για τα Ιμαλάια.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. sherpa].
Dictionary of Greek. 2013.